- Δεφλόρ, Ρογήρος
- (13ος αι.). Αρχηγός του μισθοφορικού σώματος της Καταλανικής Εταιρείας, η οποία προσκλήθηκε από τους Βυζαντινούς με σκοπό να καταπολεμήσει τους Τούρκους που λεηλατούσαν τη Μικρά Ασία. Ήταν γιος Γερμανού ευπατρίδη. Ως κυβερνήτης σε σκάφος, ο Δ. έσωσε πολλά γυναικόπαιδα από την Άκρα, όταν η πόλη κυριεύτηκε από τους Αιγυπτίους. Αργότερα κατηγορήθηκε ότι σφετερίστηκε μεγάλο θησαυρό και έχασε το αξίωμά του, κατόρθωσε όμως να διαφύγει τη σύλληψη και να γίνει πειρατής. Στη συνέχεια προσελήφθη από τους Καταλανούς στην υπηρεσία του βασιλιά της Σικελίας και έγινε αντιναύαρχος του σικελικού στόλου. Αργότερα προσέφερε τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο τον Παλαιολόγο. Το γεγονός ότι υπηρετούσε τα βυζαντινά συμφέροντα δεν τον εμπόδισε να λεηλατήσει, με το σώμα των Καταλανών που διοικούσε, την Κέρκυρα. Τελικά στρατοπέδευσε στην Καλλίπολη, την οποία έκανε ορμητήριό του. Ο Δ. πήρε τότε τον τίτλο του μεγάλου δούκα και τον τίτλο του καίσαρα και κατόρθωσε να κατατροπώσει τους Τούρκους. Κατέληξε όμως να γίνει πραγματική μάστιγα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, γι’ αυτό με διαταγή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου τον οδήγησαν στην Αδριανούπολη όπου και τον δολοφόνησαν.
Dictionary of Greek. 2013.